ὀχετοῦ

ὀχετοῦ
ὀχετός
means for carrying water
masc gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ANIMATAE Tegulae — dicebantur Veterib. quae in modum canaliculi factae erant, et in imo ac summo spiramenta habebant, h. e. foramina. Vitruvius l. 7 c. 4. Deinde insuper animatae tegulae ab imo ad summum parietem sigantur, quarum interiores partes curiosius… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • διοχέτευση — η [διοχετεύω] 1. μεταφορά ή μεταβίβαση υγρού ή αερίου με τη βοήθεια οχετού 2. μεταβίβαση χωρίς τη μεσολάβηση αγωγού (π.χ. με καλώδιο) 3. φρ. «διοχέτευση ειδήσεων, πληροφοριών κ.λπ.» παροχή επιλεκτική ή κρυφή …   Dictionary of Greek

  • εμφραγμός — ο (AM ἐμφραγμός) έμφραξη, φραγμός (α. «εμφραγμός οχετού» β. «καὶ ἡ μάχη αὐτῶν ἐμφραγμὸς ὠτίων», Σοφ. Σειρ.) …   Dictionary of Greek

  • ιλυοδόχη — η στόμιο υπονόμου ή οχετού το οποίο βρίσκεται στα άκρα τών πεζοδρομίων και χρησιμεύει για να συγκεντρώνει τα νερά τών βροχών. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰλύς, ύος + δόχη (< δέχομαι), πρβλ. αμμο δόχη, καπνο δόχη] …   Dictionary of Greek

  • μετοχέτευση — η (ΑΜ μετοχέτευσις) [μετοχετεύω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού μετοχετεύω, μεταφορά μέσω οχετού ενός υγρού από ένα σώμα σε άλλο ή από έναν τόπο σε άλλο αρχ. αστρολ. μεταβολή τής φύσης όταν κάποιος πλανήτης μεταβαίνει από τη συζυγία την οποία… …   Dictionary of Greek

  • μετοχετεύω — (ΑΜ μετοχετεύω) μεταφέρω νερό μέσω οχετού από ένα μέρος σε άλλο αρχ. παράγω, αντλώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + ὀχετεύω «μεταβιβάζω νερό μέσα από διώρυγα»] …   Dictionary of Greek

  • οχετόκρανον — ὀχετόκρανον, τὸ (Α) το ακραίο τμήμα οχετού, από όπου εκχέεται το νερό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀχετός + κρανίον (πρβλ. κιονό κρανον), βλ. λ. κρανίο] …   Dictionary of Greek

  • παραφρυγανίζω — Α (κυρίως το μέσ.) παραφρυγανίζομαι ανυψώνω τις όχθες ενός οχετού συσσωρεύοντας φρύγανα και χώμα, ενισχύω το πρόχωμα μιας διώρυγας με πλέγμα ξύλων. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + φρυγανίζω «καίω»] …   Dictionary of Greek

  • παραφρυγανισμός — ὁ, Α [παραφρυγανίπαραφρυγανισμός ζω] η ανύψωση τών οχθών ενός οχετού με συσσώρευση φρύγανων και χώματος, η ενίσχυση τού προχώματος μιας διώρυγας με πλέγμα ξύλων …   Dictionary of Greek

  • παροχέτευση — η / παροχέτευσις, εύσεως, ΝΜΑ [παροχετεύω] η διοχέτευση υγρού, οχετού, αυλακιού, διώρυγας προς άλλη κατεύθυνση νεοελλ. 1. ιατρ. η απαγωγή έξω από το σώμα ή προς άλλο όργανο παθολογικών ή φυσιολογικών υγρών που παράγονται σε μεγάλη ποσότητα, για… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”